- ακαμάτευτος
- -η, -οαυτός που δεν καλλιεργήθηκε, δεν οργώθηκε: Άφησαν τα χωράφια τους ακαμάτευτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαμάτευτος — (I) η, ο [καματεύω] 1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί 2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος 3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο. (II) η, ο (για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια,… … Dictionary of Greek
ακάματος — (I) η, ο (Α ἀκάματος, ον και ος, άτη, ον) 1. ακαταπόνητος, ακούραστος «ακάματος εργάτης τού καλού» 2. ο ακαμάτευτος* (Ι) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αποκάμει, ακαταπόνητος, ακούραστος «ἀκάματος χείρ», «ἀκάματον σθένος ἀνδρῶν» (Αισχύλ. Πέρσ. 901) 2 … Dictionary of Greek
ακάμωτος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοκητικά στον δήμο Κοφινά. * * * η, ο 1. εκείνος που δεν είναι καμωμένος, ο μισοτελειωμένος «δουλειές ακάμωτες», «δρόμος ακάμωτος» 2.… … Dictionary of Greek
ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… … Dictionary of Greek